Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ο βίος (ή η βία) αν τα βρει σκούρα θα σε κάνει σαπούνι...

Γιάννης Ζήκας
(Για το βιβλίο του Αλεξ. Κοσματόπουλου «Ο Αγρός του αίματος»)
Κατά ένα παράξενο τρόπο τα γεγονότα που εξελίσσονται στον «Αγρό του Αίματος»2 φέρνουν στο νου σκηνές από την Ιλιάδα. Δεν έχει βέβαια ο συγγραφέας καμιά σχέση με τον ποιητή των ποιητών, τον ΄Ομηρο. Αυτό όμως που κίνησε ισχυρά το ενδιαφέρον μου είναι ότι σε όλες τις οριακές ανθρώπινες καταστάσεις εισβάλλει, αγνώστως πως, κάτι το οποίο δεν έχει «πρόσωπο» και δεν μπορούμε να το εντοπίσουμε με τις ανθρώπινες ικανότητες, τη σοφία μας, τις ιδέες μας, την ηθική, την καλλιέργειά μας, τη μεταφυσική μας.
Μπροστά σε ένα ξεπάτωμα κάθε ανθρώπινης διάστασης, σε μια βοή και ένα σάλεμα των θεμελίων, μένει κανείς αποσβολωμένος και ακούει αυτό που άκουσε ο Προφήτης από το στόμα του Θεού: «Θα σαλέψω γη και ουρανό για να μείνει αυτό που δεν σαλεύεται». Τούτη η αίσθηση μυστηριωδώς, σαν νέφος σκοτεινό, διαπερνά όλα τα γεγονότα. Τούτο το γνώριζαν οι αρχαίοι, και, αν δεν κάνω λάθος, την κατάρα αυτή την είπαν «΄Ατι».
στο βιβλίο αυτό, όταν το παρακολουθείς σαν σε οθόνη σινεμά μπροστά στα μάτια σου, βλέπεις να περνάνε τόσο καθαρά πρόσωπα,  λόγια και εικόνες, αποβάλλοντας κάθε τοποθέτηση ιδεολογική, συνεπαρμένος και συγκινημένος από το δράμα των ψυχών, την αντοχή τους και την ένταση, μοιάζει να εισέρχεσαι σε έναν άλλο χώρο, σκοτεινό, βαρύ από απόκοσμη υγρασία, σαν όλα να εξελίσσονται στα τάρταρα της πτώσης, και αν μένεις κοντά στην ένταση, κρατώντας αποστάσεις, αργά ή γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πως τούτο που κρύβεται στα βάθη έχει το πρόσωπο της βίας, του φόνου, και της φρίκης. Όπως η κεφαλή της Μέδουσας που είναι αδύνατο να την κοιτάξεις απευθείας, κρυμμένη στο σκοτεινό βυθό της θάλασσας. Ουδείς, δίχως τη βοήθεια του αντικατοπτρισμού μπορεί το βλέμμα της ν’ αντέξει. Μαρμαρώνει.
Η φρίκη δίχως το «έσοπτρον» του πνεύματος είναι αδύνατον να φανερώσει το σκοτεινό της πρόσωπο και την καταγωγή της. Τα είδωλα για να ανατραπούν χρειάζεται να αποκτήσεις κρυστάλλινη καθαρότητα για να πεις αινιγματικά το «εν μέρει γνωρίζομεν και εν μέρει προφητεύομεν». Τα λόγια του αποστόλου Παύλου συγκλονιστικά. Και δεν γίνεται να πάρουμε χαμπάρι περί τίνος πρόκειται, και σε ποια βάθη συντελείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου. Και είναι σωστό και τέλειο αυτό, γιατί στα πέρατα του εαυτού μας δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχουν πιασίματα, δεν υπάρχουν βοήθειες και συνταγές σωτηρίας. «Περνάς από τη σκότωση για να αλλάξεις πολιτεία», όπως λέει και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Γνωρίζοντάς τα όλα αυτά ο συγγραφέας, και αφήνοντας κατά μέρος τα λογοτεχνικά και φιλολογικά σχήματα, δεν ασχολείται με κανενός είδους δικαιοσύνη, με κανέναν άδειο και κούφιο πατριωτισμό ιδεολογίας, δεν είναι με κανενός το μέρος, γιατί το μέλημά του είναι να αναδυθεί σε πλήρη καθαρότητα τούτο το απεχθές της βίας πρόσωπο, με το οποίο κανείς δεν μπορεί να τα βάλει. Έτσι τα γεγονότα μοιάζουν στόματα οστών που μας μιλούν με λόγια άρρητα, πανάρχαια και νέα, από καταβολής τούτου του κόσμου, και μας εστιάζουν σε ένα παρόν που το μυστήριό του δεν γνωρίζουμε και πάντα μας διαφεύγει. Κι έχεις την αίσθηση πως μας μιλά, χωρίς να λέει στον καθένα για κάτι που διατρέχει όλη την ιστορία του ανθρώπου, που την διαπερνά, και είσαι παρών σε καταστάσεις που θυμίζουν οργή και μένος αρχαίας τραγωδίας. Λιντσάρισμα, όπως στις Βάκχες του Ευριπίδη. Μανία μανική και από τις δύο πλευρές, και από τα δύο στρατόπεδα, χωρίς καμία λύση, ένας, κανένας, εν πλήρη απουσία ενός τρίτου.
Τα δίνουν όλα και ανατρέπονται, μα πάντα κάτι απομένει. Το ξεκαθάρισμα δεν γίνεται από τα λόγια και τις πράξεις των μετεχόντων, αλλά από κάτι που ξεπερνά κάθε είδους ήττα ή νίκη, κάθε προσδοκία, και τούτο είναι το φως του αντικατοπτρισμού του πνεύματος, η πίστη στο πρόσωπο του Αγνώστου που λατρεύει τούτος ο λαός που δεν έχει σχέση με τη βία ή τη φονική τιμωρία, αλλά είναι η καθαρότητα που ανατέλλει απ’ το μηδέν και  η ανέκφραστη αγάπη. Ο φυσικός νόμος της ζωής, ο βίος ή η βία -το ίδιο είναι- όλα τα βλέπουμε μέσα στην ιστορία, που αν βρει τα σκούρα θα σε κάνει σαπούνι.
Το ότι ακόμα δεν έχουμε γίνει κάτι τέτοιο, καθώς και ποιος είναι ο τρόπος που συντηρείται ο τόπος μας, αλλά και όλος κατά τη γνώμη μου ο κόσμος, νομίζω ότι βγαίνει καθαρά απ’ το βιβλίο. Αρκεί να δούμε πίσω απ’ τα φαινόμενα τη δύναμη του Άλλου, που μας αγαπά εμάς και όλους, φίλους και εχθρούς. Κι εδώ, σε τούτο τον αγρό, που αγοράστηκε με τα χρήματα της πιο φρικτής προδοσίας, όλα, θέλουν δεν θέλουν, έρχονται στο φως. Διότι ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο της δικαιοσύνης. Σφαγές αιώνων επαναλαμβάνονται, έρχονται και φεύγουν, θυματοποιούν και αγιάζουν πρότυπα ειδώλων. Αλλάζουν ερμηνείες όλο και πιο σκοτεινές, πιο χθόνιες, για μια θυματοποίηση μεγαλύτερης τρομοκρατίας και οδύνης, σαν να είναι οι άνθρωποι κομμάτια άνθρακες που ρίχνονται στην πυρά. Και τούτες οι σκέψεις που περνούν απ’ τον καθένα μας, δεν αναχαιτίζονται με ψευτο-ταπεινώσεις και με ευλάβειες συναισθηματικές. Το σκάψιμο πέραν όλων αυτών σε συγκλονίζει, σε συντρίβει, γιατί κι εσύ μέσα σου έχεις τούτο το λεκέ της βίας. Κι όταν ακούς να λέει ο Σοφοκλής, «ουδέν δεινότερον του ανθρώπου, και παντοπόρος άπορος ο άνθρωπος εστί», εγκλωβισμένος σε αδιέξοδο τραγικό κατανοείς ποιος είναι ο Λόγος Του, και τι στο τέλος, θέλουν δεν θέλουν, θα μείνει. Και όλα αυτά είναι αδύνατον να τα ξεκαθαρίσει το μυαλό. Μόνο το θαύμα και η λαχτάρα μιας υπέρνοης ειρήνης τα βγάζει όλα στη φόρα. Μα τούτο δεν διδάσκεται, δεν πιάνεται, γιατί είναι παντού και πουθενά και έξω απ’ όλα. Ο Χριστός, έλεγε ο π. Παϊσιος, δεν διδάσκεται, λατρεύεται. Τυφλά λέω, πέραν πάσης σκέψεως, πως τούτος είναι ο λόγος που «Ο Αγρός του Αίματος» μου θύμισε τον Όμηρο, γιατί σ’ όλα τα υπέρ δεν γράφουμε εμείς, αλλά το φως της καθαρότητας, αυτό υπαγορεύει και ομολογεί, αυτό ξεκαθαρίζει, αυτό για μας προσεύχεται.
Ο Α. Κ. είναι ένας αντιγραφέας. Τίτλος που θέλει έρωτα και αποδοχή για να τον αποκτήσεις. Και είναι ένα βιβλίο ελληνικό διότι δεν στοχεύει στις εντάσεις, αλλά στην καθαρότητα, στην διαφάνεια ενός φωτός που δεν είναι της διάνοιας και των διανοημάτων, αλλά του προσώπου Του, ανίκητο από τον θάνατο και εκ του τάφου ανατέλλον. Έτσι μπορούμε να πούμε οι Έλληνες ποια είναι η πατρίδα μας, η γλώσσα μας, η δύναμή μας, άχρονη, άκτιστη, εκτός φθοράς, με τη χάρη αυτού που «εσημειώθη εφ’ ημάς», όπως λέει ο ψαλμωδός. «Ο Αγρός του αίματος» και η «Θηριομαχία» μοιάζουν ιχθείς σπαρταριστοί βγαλμένοι από τη συγκίνηση και την έκπληξη των ζωντανών υδάτων.

  1. Γιάννης Ζήκας. Ζωγράφος και ποιητής (1945-2008).
  2. Αλεξ. Κοσματόπουλος, «Ο Αγρός του αίματος», Κέδρος  2003.
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου