Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

“Ήρθε ο χειμώνας και ο κοσμάκης τά' χει χάσει”

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
ήγουν, κείμενο χρησιμοθηρικό*, ευροφελές, θερμοφελές και...πυράντοχο
Οκτωβρίου 23 σήμερα. Καιρός βροχερός έως πολύ βροχερός, και η θερμοκρασία να πέφτει. Ανυπομονώ ν' ανάψω τη σόμπα με τα ξύλα. Δεν είναι μόνο που η υγρασία, η ψύχρα του δωματίου, το απαιτεί.  Είναι και το ότι βρίσκω μια παράξενη(;) ευχαρίστηση στη σχέση που στήνω μ' αυτό το στοιχείο της φύσης. Κι έξι μήνες τώρα μου έχει λείψει. Αυτό το πράγμα: να την ανάβεις και μετά να τη φροντίζεις...ούτε πολύ ώστε να καίγεσαι ούτε και λίγο ώστε να κρυώνεις! Ούτε πολύ, να κινδυνεύεις ούτε και λίγο να σου σβήνει. Καμιά φορά, από απροσεξία, από βιασύνη, από το “έλα μωρέ”, να μη σου κάνει το χατίρι ν' ανάψει. Φέτος, έχω κι έναν λόγο επιπλέον να ανυπομονώ: θέλω να ελέγξω κάτι “βελτιώσεις” που έχω κάνει στο “σύστημα”. Θέλω να δω αν θα λειτουργήσουν έτσι πως το είχα σχεδιάσει.
Την είχα “τάμα” αυτή τη σόμπα. Όταν θα φτιάξω το “κελλί” μου, έλεγα, θα βάλω σόμπα με ξύλα. Ούτε τζάκι ούτε καλοριφέρ. Πέρσι την έβγαλα με μηδέν κόστος θέρμανσης. Ή μάλλον με το κόστος του πετρελαίου που χρησιμοποίησα για να προσάναμα και το κόστος της βενζίνης που έκαψα στο αλυσοπρίονο. Κάπου δέκα πέντε (15) ευρώ, δηλαδή, για είκοσι τετραγωνικά δώμα, κεραμοσκεπές, χωρίς διπλά τζάμια και μονώσεις.
Από πέρσι θέλω να γράψω ένα κείμενο για την ενέργεια και τους διάφορους τρόπους εξοικονόμησής της. Από πέρσι, γιατί δεν μπόρεσα να χωνέψω που τόσοι άνθρωποι έμειναν χωρίς ζεστασιά, σε κρύα παγωμένα σπίτια, μικροί μεγάλοι κουκουλωμένοι και χοντροντυμένοι, με ξυλιασμένα άκρα, να  μη μπορούν να ησυχάσουν,  να μη μπορούν να νιώσουν τη θαλπωρή της εστίας τους. Αντίθετα, εγώ πέρσι, την έβγαλα καλύτερα από κάθε άλλη χρονιά. Η ξυλόσομπα με δυο τρία παλιόξυλα κόρωνε, μπουμπούνιζε, και αν δεν έκανα λίγο κράτει η θερμοκρασία έφτανε ψηλά κι άνοιγα τα  παράθυρα μέχρι να ξαναπέσει.
Η πύρα της πείρας
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε χωριό. Τότε που οι άνθρωποι έμεναν σε σπίτια δύο δωματίων, πλην όμως ευρύχωρων, ψηλοτάβανων, με κεραμίδια και με πέτρινα ντουβάρια. Ανατολικομεσημβρινά κατά το πλείστον και με μιαν αυλή στην πόρτα τους, έστω και μικρούτσικη.
Μια ροδιά απαραίτητα, μια τριανταφυλλιά, η ροδακινιά, το αγιόκλημα, ένα παρτέρι γύρω γύρω, με διόσμους, βασιλικά, κανά κρεμμυδάκι, καμιά ντομάτα, καμιά πιπεριά, κανάν κατιφέ, ότι δεν πιάνει καρπούς το περιβόλι χωρίς την “σωστά διπλωμένη” παρουσία του. Δεν αποκλείεται, ενδεχομένως και τα λαχανικά να έχουν τους έρωτές τους.
Η κουζίνα του σπιτιού, που ήταν μάλλον μικρή, δεν ήταν πάντα μέρος του σπιτιού, ενώ η τουαλέτα πάντα ήταν στην άλλη άκρη της αυλής. “Μύριζε” το “μέρος”, λέγανε, και δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αφού, τότε τα  χωριά αποκτούσαν δίκτυα ύδρευσης.
Τότε ακριβώς, όσοι είχαν απομείνει στην Ελλάδα και δεν είχαν μεταναστεύσει στις “παραδεισένιες” χώρες του Νορδικού Βορρά και του Νορδικού Νότου της Προηγούμενης Ημέρας, άρχισαν να βελτιώνουν την οικονομική τους κατάσταση, και κάνοντας “το σκατό τους παξιμάδι” αποφάσισαν να βάλουν την τουαλέτα “μέσα”, την κουζίνα δίπλα, και να προσθέσουν κανά δυο δωμάτια ακόμη για τα παιδιά, για τον παππού, για την γιαγιά, αναλόγως.
Το έκαναν με ό, τι υλικά βρήκαν, εκείνη την ώρα δίπλα τους, και με ότι “μυαλά”  κυκλοφορούσαν....και “οπλοφορούσαν”. Αποτέλεσμα; “Σκότωσαν” το παλιό σπίτι του χωριού και μαζί σκότωσαν και τη μαστορική του, την από αιώνες συμπυκνωμένη μέσα του σοφία στη διαχείριση της ενέργειας, στη διαχείριση του “μέσα- έξω”, του “μικρού-μεγάλου”. Τελικά, του “όμορφου- άσχημου” και του “καλού-κακού”.
Τα σπίτια που φτιάχτηκαν, τα δωμάτια που προστέθηκαν, οι τοίχοι που χτίστηκαν, όλες οι ευκολίες που κερδήθηκαν, κόστισαν εξίσου σπουδαία και απαραίτητα πράγματα στη ζωή των ανθρώπων, της οικογένειας.
Τα κεραμίδια έγιναν “πλάκα”, ταράτσα, με την προοπτική του “πανωσηκώματος”, ότι τα επιπλέον τετραγωνικά, αν μη τι άλλο, ήταν επιπλέον εισόδημα. Οι πέτρες στο ντουβάρι, έγιναν τούβλα, “μπατικά” και “δρομικά”, χωρίς μόνωση. Οι αυλές έγιναν δωμάτια και τουαλέτες. Τα κρεμμυδάκια και οι ντομάτες, τα ρόδια και τα τριαντάφυλλα, έγιναν προϊόντα κι έπρεπε να δώσεις παράδες για να τα έχεις. Ο κατιφές εξαφανίστηκε μαζί με την τόσο ευωδιαστή “σωστά διπλωμένη” παρ-ουσία του.
Μαζί με όλα αυτά, χαθήκανε και τα τζάκια! Των νοικοκυρών πρωτοστατούντων και των εργολάβων συνεργούντων (που δεν είχαν ιδέα πως φτιάχνονταν τα τζάκια) το σπίτι έμεινε χωρίς τζάκι! Είχε “μαυρίσει” το μάτι, γιαγιάδων και μανάδων,  από την κάπνα του τζακιού και είπαν, αφού φτιάχνουν σπίτι μοδέρνο, να μην μαυρίζει από την κάπνα. Στη θέση του τζακιού και της σόμπας των ξύλων, μπήκε η σόμπα πετρελαίου. Αυτά, τα της απίθανης έμπνευσης κακόγουστα αντικείμενα, πήραν τη θέση της εστίας και το σπίτι παρέμεινε καθαρό και ασπρισμένο. Μια δυο φορές το εικοσιτετράωρο έπρεπε να ρίξεις, με το ποτιστήρι, πετρέλαιο στο ντεπόζιτο και να προσέχεις, πάντα, να μη χυθεί έξω και, βέβαια, να μη βάλεις φωτιά. Να μην ανάψεις τη σόμπα όταν είναι ζεστή και να τη σβήσεις το βράδυ, για ασφάλεια.
Κατά τα άλλα, στη “σάλα” βάζαμε τον τέτζερη με τον μπακλαβά, κατάχαμα στα μωσαϊκά, για να μη μουχλιάσει. Η “σάλα” είχε την ιδανική θερμοκρασία: +5 βαθμούς Κελσίου! Στη σόμπα στεγνώναμε και το αμύγδαλο μετά το ξεφλούδισμα, ζεσταίναμε και τις πιζάμες γιατί κανείς δεν μπορούσε να τις φορέσει τόσο κρύες που τις διατηρούσε η ντουλάπα. Τώρα που το σκέφτομαι, λέω, μήπως έπρεπε να βάζουμε τον μπακλαβά στη ντουλάπα και τις πιζάμες στη “σάλα”. “Στη σόμπα” κοιμόταν το παιδί με την γιαγιά και άνοιγε η πόρτα λίγες ώρες το βράδυ, για να “σπάσει” το κρύο στο δωμάτιο του ανδρόγυνου. Να πω ότι, τουλάχιστον, κάνανε πολλά παιδιά; Δεν το λέω. Από τότε και μετά, τα παιδιά λιγόστευαν στην οικογένεια, λες και η πολυτεκνία είναι αντιστρόφως ανάλογα με τον “συντελεστή δόμησης”. Οι πιο “προοδευτικοί” είχαμε και δεύτερη σόμπα στην κουζίνα που ήταν πια και τραπεζαρία. Οι κιμπάριδες είχανε σόμπα “Κρέσκι”.
Με τούτα και με τα άλλα, είδε κι αποείδε ο πατέρας μου και κινητοποίησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα που είχε μέσα του. Είχε δει, στα προπολεμικά σπίτια της Αθήνας, κάτι περίεργες σόμπες όπου γύρω γύρω είχαν λέβητα νερού. Σαν εκείνο που έχουν τα καλοριφέρ, μόνο που ήταν μικρός. Βρήκε, στα παλιατζίδικα, μια τέτοια σόμπα, μαντεμένια παρακαλώ, σκουριασμένη, ξεχαρβαλωμένη, και την κουβάλησε στο σπίτι. Ήταν αρχές της δεκαετίας του '70, χούντα “και των γονέων”, που λένε.
Την έπλυνε με πίεση πολλή, την έβαψε με πυράντοχη μπογιά, την σενιάρισε. Έβγαλε από μέσα τη συσκευή καύσης του φωταερίου και την έβαλε στην κουζίνα. Γύρω γύρω, στα δωμάτια, άρχισε να χτίζει ένα αυτοσχέδιο δίκτυο καλοριφέρ με χαλκοσωλήνες. Για κανονική εγκατάσταση, ούτε λόγος να γίνεται! Ήταν ακριβά σπορ, το καλοριφέρ και ο θερμοσίφωνας! Έμαθα εύκολα να κόβω και να κολλάω σωλήνες χάλκινες και το εγχείρημα έλαβε γρήγορα τέλος. Μόνο του “μειονέκτημα” ήταν ο μικρός κυκλοφορητής που ήταν απαραίτητος. Όχι ότι έκανε θόρυβο, αλλά να, άλλη είναι η μαστοριά να κυκλοφορεί το νερό μόνο του, με τους νόμους της θερμοδυναμικής και άλλο με τους νόμους...του κράτους και της ΔΕΗ. Αν κοβόταν το ρεύμα; Και τότε κοβόταν ταχτικά τον χειμώνα.
Τέλος πάντων, το σύστημα δούλεψε. Για καύσιμη ύλη είχαμε κάρβουνο της καλύτερης ποιότητας, ανθρακίτη. Ρίχναμε έναν δύο πλαστικούς κουβάδες, του “έσεξ”,  πρωί βράδυ και είχαμε ομοιόμορφη θέρμανση όλου του σπιτιού. Είχαμε και άφθονο ζεστό νερό αφού στις “επιστροφές” βάλαμε ένα εξίσου αυτοσχέδιο μπόιλερ. Είχαμε και πριν άφθονο ζεστό νερό, αλλά, είχε μια κάποια διαδικασία.
Είχε δει κάτι ξαδέρφια του που ήθελαν μπόλικο νερό για να ζεματάνε τα γουρούνια που σφάζανε. Είχαν πάρει αυτοί μια φιάλη υγραερίου μεγάλη. Την είχαν αφήσει καιρό ανοιχτή και όταν είχε φύγει όλο το αέριο, την τρύπησαν σε δύο σημεία. Έβαλαν μούφες και σύνδεσαν σωλήνες εισόδου και εξόδου του νερού. Από κάτω έβαζαν φωτιά και έτσι είχαν όσο νερό θέλανε. Πήρε λοιπόν την ιδέα, την εντοίχισε, κάτω από το πετρογκάζ στην κουζίνα, γέμισε τον χώρο γύρω της με άμμο θαλάσσης και από κάτω έφτιαξε μια μικρή θυρίδα από λαμαρίνα για να μπαίνουν τα ξύλα και να βγαίνει η στάχτη. Με μερικά παλιόξυλα και χαρτόνια συσκευασιών από το μπακάλικο, είχαμε μέσα σε λίγα λεπτά, άφθονο τρεχούμενο ζεστό νερό με μηδέν κόστος. Σημειώνω δε ότι τότε δεν υπήρχε στο χωριό “σύστημα αποκομιδής των σκουπιδιών”.
Το ιδιότυπο και πρωτότυπο για το χωριό σύστημα καλοριφέρ δούλεψε με κάρβουνο μεγάλης θερμαντικής απόδοσης μέχρι το 1981. Ο καταραμένος ιμπεριαλισμός και οι ίντριγκες του Βατικανού, έφεραν σε δύσκολη θέση τους συντρόφους στην Πολωνία. Ο σύντροφος Μπρέσνιεφ για να δείξει την σοσιαλιστική αλληλεγγύη στο σύντροφο Γιαρουζέλσκι έκοψε τις εξαγωγές κάρβουνου προς τις καπιταλιστικές χώρες. Η Ελλάδα, τότε, ήταν μία από αυτές. Ως γνωστόν, σοσιαλιστική έγινε μετά. Μη υπάρχοντος του ανθρακίτη, εμείς στενοχωρηθήκαμε πολύ. Γλιτώσαμε τις πετρελαϊκές κρίσεις και θα την πάθουμε τώρα από κάρβουνο; Από κάρβουνο; Είναι δυνατόν; Καταφύγαμε στη λύση του “κοκ”, ήτοι του υποπροϊόντος της παραγωγής φωταερίου. Έτσι είδα, τότε, το Γκάζι από μέσα. Όμως έκλεισε και το Γκάζι και το γυρίσαμε στον λιγνίτη. Δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Και σαβούρα πολύ και απόδοση μικρή. Μικρή γαρ η θερμαντική του ικανότητα.
Μετά από λίγο, ευτυχώς, το πετρέλαιο φθήνηνε, οι τσέπες μας πάχυναν λιγάκι, και είπαμε να εκσυχρονισθούμε έτι περαιτέρω. Βάλαμε έναν μικρό καυστήρα πετρελαίου στο σύστημα, βάλαμε θερμοστάτες, βάλαμε αισθητήρες και ηλεκτροβαλβίδες και έγινε ένα κανονικό καλοριφέρ. Λειτουργεί ακόμη, στο παλιό το σπίτι.
Συμπέρασμα: Και τι δεν κάνει ο Έλληνας για να έχει  ζεστό σπίτι και ζεστό νερό!
Και μη  νομίζεται ότι είναι μόνο αυτά. Κάποια στιγμή, οι γυναίκες πάλι, κίνησαν τα νήματα της διαπλοκής για να ξαναφτιαχτούν τα τζάκια στα σπίτια. Δεν άντεξαν ούτε μια δεκαετία χωρίς τη ζωντανή φωτιά. Τώρα η μόδα και η “μαγκιά” είναι το “ενεργειακά” τζάκια, τότε ήταν τα τζάκια καλοριφέρ. Αυτά που είχαν λέβητες και σωληνώσεις με νερό και συνέδραμαν το κυρίως δίκτυο του καλοριφέρ.  Είχαν όμως μιαν ατέλεια και αυτά: όταν κοβόταν το ρεύμα, το νερό έβραζε και εκτονώνονταν με οργή από τις βαλβίδες ασφαλείας, στην οποία, φευ, δεν υπήρχε ίχνος πολιτικής γονιμότητας. Αντί να ψάξουμε να βρούμε τρόπο να τιθασεύσουμε τους νόμους της θερμοδυναμικής, εμείς καταργήσαμε τη διέλευση του νερού μέσα από το τζάκι. Αλίμονο, τώρα το βρίσκουμε μπροστά μας.
Το σύστημα “κεντρικής θέρμανσής”
Στην Αθήνα, όπου έζησα τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, μου δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσω το σύστημα κεντρικής θέρμανσης.
Εδώ τα πράγματα ήταν πολιτισμένα, καθαρά, εύκολα, ξεκούραστα. Αρκεί να πλήρωνες ένα ποσόν κάθε μήνα και είχες ζέστη στο σπιτάκι σου όλο το εικοσιτετράωρο! Τις συνελεύσεις τις γλίτωνες αν ήσουν, που ήσουν, ενοικιαστής. Τέλεια! Δυο τριες ώρες το πρωί, δυο το μεσημέρι και δυο τρεις το βράδυ. Χονδρικά, τα πράγματα ήταν υποφερτά. Μέχρι που οι πετρελαιάδες άρχισαν να μας κάνουν κόλπα. Και το  φυσικό αέριο αργούσε να μας σώσει. Είδατε; Πάλι ο Μόσκοβος!
Τα σπίτια, εν τω μεταξύ μεγάλωσαν. Αρχές του '90, οι άνθρωποι του κέντρου της Αθήνας την έκαναν για τα βόρεια προάστια, για να γλιτώσουν το νέφος. Εκεί τα σπίτια ήταν ακόμα πιο μεγάλα, ακόμα πιο κρύα, ακόμα πιο δαπανηρά και απαιτητικά. Είχαν, βέβαια, τη φύση μεσοτοιχία, είχαν και καθαρό αέρα. Είχαν και τα αυτοκίνητα στο κάτω πάτωμα όπως είχε ο παππούς μου τον κυρ- Μέντιο. Χλίδα να πούμε, “και των γονέων”!
Παρ' όλα αυτά όμως δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς μπορούσαν να κάνουν οικονομία στη θέρμανση. Δεν το καταλάβαιναν ούτε οι καθ' ύλην αρμόδιοι ούτε οι κατά το πνεύμα αναρμόδιοι. Δεν καταλάβαιναν ότι το πρόβλημα της θέρμανσης του σπιτιού είναι και πρόβλημα αίσθησης της διαφοράς θερμοκρασίας. Όταν το σπίτι πιάνει 23 βαθμούς Κελσίου, όταν ανάβει το καλοριφέρ, και μετά, όταν σβήνει, πέφτει στους 17, τότε, η αίσθηση της διαφοράς είναι μεγάλη. Μια ζεσταίνεσαι και ανακουφίζεσαι και μια κρυώνεις και ξυλιάζεις. Πώς θα κρατήσουμε μια μέση θερμοκρασία με μικρή διακύμανση, λοιπόν; Ιδού το ερώτημα!
Αν υπάρχει κεντρική θέρμανση χωρίς αυτονομία, πρέπει να έχουμε ζεστό νερό σε συνεχή κυκλοφορία στα σώματα. Δεν χρειάζεται να έχουμε καυτό νερό ώστε τα σώματα να καίνε. Χρειάζεται ζεστό νερό που να κυκλοφορεί διαρκώς και να κρατάει τα σώματα χλιαρά. Πιο λίγη ενέργεια για πιο πολύ ώρα αντί και πολλή ενέργεια για λίγη μόνον ώρα. Το έργο που παράγεται είναι το ίδιο, η κατανομή του είναι διαφορετική. Είναι ισόμετρη, κατά το δυνατόν, στον χώρο και στον χρόνο. Σοσιαλιστικά πράγματα δηλαδή. Ε, αυτό το απλό πράγμα, δεν το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι. Και ούτε και δέχονται να προβληματιστούν και να πειραματιστούν. Ενώ είναι έτοιμοι να πειραματιστούν με τον Βούτση και τον Τσίπρα, ότι “δεν έχουν να χάσουν τίποτα, μόνο τις αλυσίδες τους”, ζορίζονται να πειραματιστούν με τα θερμόμετρα και τους χρονοδιακόπτες! Ήμαρτον Κύριε!
Αν, πάλι, υπάρχει κεντρική θέρμανση με αυτονομία, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά. Εκεί, δεδομένου ότι, αυτονομία ίσον ελευθερία και δημοκρατία, δεν χρειάζεται να “ψήσετε” τον διαχειριστή, ούτε τη γυναίκα του, προκειμένου  να γίνει το πείραμα. Εκεί απλώς θα βάλετε ένα θερμόμετρο στο πιο κρύο δωμάτιο και ένα στο πιο ζεστό. Βλέποντας και κάνοντας. Ανάλογα και με τη χρήση. Με το ένα μάτι στον θερμοστάτη πάντα, θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της θερμοκρασίας μερικές μέρες και νύχτες. Πρώτα πρώτα θα δούμε ποια είναι η διακύμανση, πόση διαφορά θερμοκρασίας έχουμε όταν είμαστε με το καλοριφέρ αναμμένο και  με το καλοριφέρ σβηστό. Στις πιο πολλές περιπτώσεις θα είναι πάνω από δύο και τρεις βαθμούς. Αυτό πρέπει να το μειώσουμε. Πώς; Ρυθμίζοντας τον θερμοστάτη. Οι πολύ παλιοί, οι διμεταλλικοί, έχουν δύο βίδες. Αυτές ρυθμίζουν τον βαθμό αντίδρασης του θερμοστάτη, το πόσο ευαίσθητος είναι στην αυξομείωση της θερμοκρασίας. Ρυθμίζοντας το διάκενο, την απόσταση των δύο ορίων, ρυθμίζουμε την ευαισθησία τους, το ρεφλέξ του, δηλαδή. Προσοχή όμως στο ρεύμα. Ειδικά αν παίρνει ρεύμα από τον σύστημα του λέβητα και όχι από το πίνακα του σπιτιού.
Καλύτερα είναι να πάρει κανείς έναν καινούργιο, ηλεκτρονικό. Αυτοί έχουν, παρόλο που κανείς δεν μας μαθαίνει τη  χρήση του, έναν ειδικό ρυθμιστή της ευαισθησίας. Αρκεί να τον στρέψεις με ένα μικρό κατσαβίδι προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση για να γίνει η ρύθμιση. Υπάρχουν κι άλλα συστήματα, “τρε σοφιστικέ”, κομπιουτεράιζ, με αισθητήρες έξω, με αισθητήρες μέσα, με καταχώρηση στατιστικών στοιχείων για τις κλιματολογικές συνθήκες, με καταχώρηση στοιχείων για την αντίστοιχη με τις συνθήκες κατάσταση στο σπίτι κ.ά. Δεν σας το συνιστώ και φαντάζομαι ότι κατανοείτε το γιατί.
Βασική αρχή: Πρέπει να κρατάμε το σπίτι μέρα νύχτα σε μια σταθερή θερμοκρασία. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο. Όταν το αφήνουμε να κρυώσει και το ξαναζεσταίνουμε δεν κάνουμε τίποτα σωστά. Και ενέργεια σπαταλάμε και ζέστη δεν έχουμε. Αυτά για την “κεντρική θέρμανση”.
Ενάντια στις βασικές μας τις αρχές
Εμείς, όμως, ξέρουμε(;), ότι οι βασικές αρχές δεν έχουν καθολική ισχύ και ότι, αν έχουν ή αν δεν έχουν ισχύ, το εξετάζουμε κάθε φορά, στο συγκεκριμένο χώρο και στο συγκεκριμένο χρόνο. Πότε, λοιπόν, δεν μπορεί να έχει ισχύ η παραπάνω βασική αρχή; Μπορούμε να αφήνουμε το σπίτι να παγώνει και μετά να το ζεσταίνουμε όσο χρειαζόμαστε και όπου το χρειαζόμαστε;
Η απάντηση είναι...ασαφής. Βεβαίως και το μπορούμε αρκεί να  μπαίνουμε στο σπίτι και να βγαίνουμε όλοι μαζί. Ή αρκεί να μένουμε μόνοι μας σε ένα σπίτι. Ή αρκεί να μένουμε μαζί με άλλον στον σπίτι και αμέσως να χωνόμαστε στα ζεστά(;) παπλώματα. (Αυτό - για τα παπλώματα όχι για τον άλλονε- δεν σας στο συνιστώ εκτός κι αν δεν έχετε ανάγκες για τουαλέτα, για νερό, φαΐ, διάβασμα κλπ). Τέλος, αρκεί έστω,  να έχουμε μεγάλα θερμαντικά σώματα, που πολύ γρήγορα  ανεβάζουν τη θερμοκρασία στο χώρο  και φυσικά άφθονη φθηνή ενέργεια!
Στην αρχή, σας είπα πότε τα σπίτια άρχισαν να μεγαλώνουν και να γίνονται απαιτητικά. Εσείς ξέρετε πόσο απαιτητικά κατέληξαν να είναι. Μεγάλα, χωρίς να μπορείς να απομονώσεις κάποιους χώρους, ώστε να ζεστάνεις μόνο αυτούς που σου χρειάζονται, σε μέρες δύσκολες του χειμώνα. Χωρίς σωστό προσανατολισμό, χωρίς μονώσεις, χωρίς στεγανότητες. Συνέπεια όλων αυτών είναι ότι όποιος θέλει να ζεστάνει το σπίτι του με μια σταθερή θερμοκρασία σπαταλάει ενέργεια πολλή και ακριβή. Σπαταλάει ενέργεια για να ζεστάνει χώρους που δεν θα κάτσει κανείς και καμία ώρα του εικοσιτετραώρου, ίσως και καμία ώρα όλου του χειμώνα. Αυτές οι απώλειες είναι και η μεγάλη ζημιά στο πορτοφόλι μας. Μπορεί κάποιος, ποιο μεθοδικός από μένα, να την υπολογίσει και με νούμερα.
Ξυλόσομπα + παλέτες = κομμουνισμός!
Θα έχετε, ίσως, ακούσει την κουβέντα του Λένιν “Εξηλεκτρισμός + σοβιέτ = σοσιαλισμός”. Ε, αυτά ίσχυαν στη φάση του Ιμπεριαλισμού. Στη φάση της Παγκοσμιοποίησης ισχύει το ανωτέρω. Γιατί; Μα γιατί καθιερώνει το “από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του”.
Η ξυλόσομπα, το τζάκι, η σόμπα πέλετ, το κλιματιστικό, είναι θερμαντικά σώματα που μας ζεσταίνουν όταν και όπου θέλουμε. Ανάλογα με τις ανάγκες μας. Σε αντίθεση με το καλοριφέρ που θέλει σταθερή και ρυθμισμένη λειτουργία. Το παν είναι να τα φουλάρεις έτσι ώστε μέσα σε λίγα λεπτά να “σπάσει” το κρύο και να μπορείς να σταθείς χωρίς να γίνεις άγαλμα.
Η κλασική ξυλόσομπα είναι ιδανική για τη δουλειά αυτή. Κι αν έχουμε παλιόξυλα, όπως πχ παλέτες άχρηστες, τότε τα πράγματα είναι τέλεια. Γι' αυτούς, βέβαια, που μένουν σε μονοκατοικίες ή που κατοικούν στα χωριά. (Οπότε η αντίθεση πόλης – χωριού δεν αίρεται αλλά αντιθέτως βαθαίνει σε βάρος της πόλης).
Πάρτε μια μαντεμένια σόμπα ελληνικής κατασκευής. Εκατόν εξήντα ευρώ κάνει και είναι πολύ προσεγμένη. Έχει τσιμούχες στις ενώσεις για να μη καπνίζει, έχει πλαϊνή πόρτα τροφοδοσίας για τον ίδιο λόγο, είναι καλαίσθητη και δεν πιάνει χώρο. Κάνει για χώρο, η πιο μικρή, σαράντα τετραγωνικών μέτρων ή 100 και πλέον κυβικών μέτρων.  Πάρτε και ένα αλυσοπρίονο. Τα ηλεκτρικά είναι πολύ φθηνά (60€), τα βενζινοκίνητα είναι λίγο ακριβά (180€). Η ξυλόσομπα έχει το πλεονέκτημα ότι καίει τα πάντα. Στο τζάκι σκάνε και υπάρχει κίνδυνος, άσε που δεν είναι ωραίο να καις παλιόξυλα. Η ξυλόσομπα είναι ένας κλίβανος, ιδιωτικός, μικρής κλίμακας, όπου μπορείς να καις λίγα λίγα, πολλά από τα παράλογα και ομόλογα σκουπίδια της ζωής μας. Όλα τα χαρτιά. Όλα τα χαρτόνια. Όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Όλα τα φύλλα και τα “σκουπίδια” του κήπου, του μπαλκονιού ή της ταράτσας. Παλιά σανίδια και υπόλοιπα κατασκευών και επισκευών. Μοριοσανίδες που δεν ξέρουμε που να τις πετάξουμε. Ένα σωρό άλλα αντικείμενα που βρομίζουν και εμποδίζουν τη ζωή μας  στο εξοχικό ή στο σπίτι στο χωριό. Κι όλα αυτά πάντα προς όφελος της ζεστασιάς μας και της τσέπης μας. Φρονώ πως κάθε σπίτι στο χωριό ή στα προάστια, κάθε μονοκατοικία ή μικρή πολυκατοικία, πρέπει να έχει έστω και μία ξυλόσομπα!
Ακόμα κι αν δεν επαρκούν τα παλιόξυλα να καλύψουν τις ανάγκες όλου του χειμώνα, είναι ένας καλός τρόπος να ζεσταθούμε κάμποσες μέρες. Έγκειται στις ικανότητες του καθενός, να ψάξει στο περιβάλλον του, για φθηνές ή και ανέξοδες λύσεις. Για την καλύτερη απ' όλες τις άλλες λύσεις, την δενδροκομία, είπαμε στο κείμενο Για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Πατρίδας. Σε προτελευταία ανάλυση, και ξύλα να πρέπει να αγοράσει τον συμφέρει η σόμπα. Η σόμπα επίσης καίει και μπριγκέτες πέλετ. Το πέλετ σε κόκκους δεν το καίει γιατί η φωτιά δεν αερίζεται και σβήνει. Εκτός και αν έχει κανείς τον τρόπο να ρίχνει λίγο λίγο.
Κοντολογίς, ενώ το καλοριέρ πρέπει να ζεστάνει το σπίτι για να ζεσταθεί ο άνθρωπος, η ξυλόσομπα ζεσταίνει τον άνθρωπο όσο και όταν είναι παρών και παρεμπιπτόντως το σπίτι. Παρέχει θέρμανση εξατομικευμένη, προσωπική. Τόση και όση απαιτείται από τις τρέχουσες ασχολίες. Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της είναι η μεγάλη της θερμιδική απόδοση και το μηδαμινό κόστος της καύσιμης ύλης.
Πολλοί τη φοβούνται γιατί νομίζουν ότι καπνίζει και ότι ανάβει δύσκολα. Άλλο να πατάς ένα κουμπί... Το κάπνισμα, με λίγη προσοχή και με τα υλικά που υπάρχουν σήμερα, αντιμετωπίζεται. Η σόμπα καπνίζει και μυρίζει λιγότερο από το τζάκι. Όσο για τη δυσκολία του ανάματος, δεν νομίζω ότι είναι τόσο μεγάλη. Όλα τα πράγματα θέλουν τον τρόπο τους. Και το άναμα της φωτιάς επίσης. Έχει και την πλάκα του. Είναι ένα είδος παιγνίου, α-σχολίας. Να, πώς να το πούμε, όπως “χάνεις” τον χρόνο σου για να φτιάξεις τον καφέ σου και δεν παραγγέλνεις στο ντελίβερι. Η διαδικασία είναι: καλό προσάναμα-λιανόξυλα-χοντρά ξύλα.
Για προσάναμα κάντε το εξής κόλπο. Τη στάχτη μη την πετάτε. Μπορείτε να φτιάξετε, μ' αυτή, εκτός από αλισίβα, και ένα σπουδαίο προσάναμα. Βάλτε τη στάχτη μέσα σε ένα δοχείο και ρίξτε πετρέλαιο μέχρι να γίνει λάσπη. Αν είσαστε μεθοδικοί, φτιάχτε χωνάκια με χαρτί (ξέρετε να φτιάχνετε χωνάκια;) και γεμίστε τα με την εύφλεκτη “λάσπη”. Φυλάξτε τα σε ασφαλές και στεγνό μέρος. Ένα μικρό χωνάκι σαν “φουσέκι” ή μια μικρή ποσότητα  “λάσπης” αρκεί να ανάψει τη σόμπα ή το τζάκι. Δεν θα χρειαστεί να αγοράσετε από το σούπερ μάρκετ αυτά τα άσπρα προσανάματα που είναι σαν παγάκια.  Αν είστε ακόμα πιο μεθοδικός/η, θα βρείτε ξύλα μικρά και θα τα σχίσετε με το σκεπάρνι ή το τρεκουράκι. Παλιά, όταν είχαμε ρετσινιάριδες που πελεκούσαν τα πεύκα για τη ρετσίνη, είχαμε και δαδιά. Το πληγωμένο κομμάτι του πεύκου συγκέντρωνε τη ρετσίνη και όταν το έκοβες και το έσχιζες σε μικρά δαδάκια είχες μικρούς δαυλούς που άναβαν με το σπίρτο και μοσχομύριζαν καιόμενοι.  Θα έχετε, επίσης, και στα σχετικά λιανόξυλα για να πετύχετε την κλιμάκωση της πυράς. Έχει, βλέπετε, και η πυρά την κλίμακά της. Όλα τακτοποιημένα στη θέση τους. Τα ψιλά ξύλα, τα πιο χοντρά, τα κούτσουρα.
Με τον τρόπο αυτό η σόμπα(και το τζάκι) ανάβει στο “άψε σβήσε”. Αν τη φουλάρετε με ξύλα, τότε, σε λίγα λεπτά ο χώρος θα γίνει υπέροχα ζεστός. Η επαφή με τη ζωντανή φωτιά θα σας γοητεύσει και η φροντίδα της θα σας ενθουσιάσει.
Το μόνο κακό που έχει η μαντεμένια σόμπα είναι πως ζεσταίνει πολύ και δεν μπορείς να βάλεις κοντά της έπιπλα ή άλλα αντικείμενα. Γι΄ αυτό, φέτος, οχυρώθηκα. Έχτισα δεξιά κι αριστερά δύο θωράκια πυρίμαχα. (Στην πλάτη υπάρχει τοίχος). Όπως αυτά που έχουν τα τζάκια, από πυρότουβλα. Τα έχτισα σε μια απόσταση δέκα πόντων από το μέταλλο της σόμπας για να κυκλοφορεί ο αέρας και για να καθαρίζεται η σόμπα. Με τον τρόπο αυτό,  από τις τρεις πλευρές, δεν ακτινοβολεί την θερμότητα αλλά την αποθηκεύει στο πυρίμαχο υλικό. Έτσι γίνεται περισσότερη ήπια και φιλική, τιθασεύεται η έντονη καύση, χωρίς να χάνει την αποτελεσματικότητά της. Τελικά, αυτή η ιδιότητά της, να καίει ό, τι καίει μέσα στον χώρο που πρέπει να θερμάνει, είναι ακόμα μια οικονομία που κάνει. Δεν χάνεται ούτε η τελευταία θερμίδα, ούτε η τελευταία ρανίδα ζέστης. Το τζάκι δεν είναι έτσι. Μεγάλο μέρος της θερμότητας φεύγει από την καμινάδα. Αυτός είναι και ο λόγος που τα ενεργειακά τζάκια δεν με ενθουσιάζουν.
Ίσως μερικοί θεωρούν κακό και την απομάκρυνση της στάχτης. Κυρίως γιατί επικάθεται στον γύρω χώρο, στα χαλιά κλπ. Εκεί υπάρχουν διάφορες πατέντες για την γρήγορη και παστρική απομάκρυνσή της. Ένας απ' αυτούς είναι να βάλεις εκεί δίπλα την ηλεκτρική σκούπα να ρουφάει τη σκόνη που σηκώνεται από την στάχτη που τραβιέται έξω. Προσέχουμε όμως μήπως ρουφήξει και στάχτη μαζί με κάποιο αναμμένο κάρβουνο.
Τη σόμπα πέλετ δεν θα σας την συνιστώ. Είναι πολύ σοφιστικέ και η προκοπή της είναι πολύ “εύθραυστη”. Είναι πολύ ακριβή. Χρειάζεται ρεύμα, έχει ηλεκτρονικά συστήματα τροφοδοσίας και πολύ αυστηρές προδιαγραφές καυσίμου. Οι αυστριακές πχ, θέλουν πέλετ...αυστριακό ή έστω κάποιο πέλετ με συγκεκριμένες προδιαγραφές που δεν φτιάχνεται στην Ελλάδα. Αλλιώς χάνεις την εγγύηση!  Και καλά να πάρεις το εργαλείο από τους Αυστριακούς. Αλλά να παίρνεις και την καύσιμη ύλη; Να κουβαλάμε από την Αυστρία καύσιμα έστω κι αν αυτά είναι ιδιαίτερα συμφερτικά; Τριάντα λεπτά το κιλό έχει το πέλετ στην αγορά. Σκεφτείτε πόσο έχει στην Αυστρία. Και υπολογίστε πόσο το “δικό τους” το ευρώ έχει μεγαλύτερη αξία από το “δικό μας”. Για να μη πούμε για τη δραχμή.

Ο καυστήρας πέλετ
Αντίθετα με την σόμπα πέλετ, ωραίο εργαλείο είναι ο καυστήρας πέλετ. Έχει κι αυτός σοφιστικέ συστήματα τροφοδοσίας αλλά καίει τα πάντα. Πέλετ, βιοκαύσιμο, καλαμπόκι. Αυτά προς το παρόν. Δεν κάνει διάκριση μεταξύ ελληνικού και αυστριακού πέλετ. Είναι λίγο ακριβός αλλά τα βγάζει τα λεφτά του σε ένα δύο χρόνια. Είναι, βέβαια, κατάλληλος για σπίτια που έχουν κάποιο χώρο για την αποθήκευση της καύσιμης ύλης. Να λογαριάσετε ότι ένα λίτρο πετρελαίου αντιστοιχεί σε δύο (2) κιλά πέλετ. Για να πάρεις τις ίδιες θερμίδες, για το πέλετ (της Αυστρίας) δίνεις 0,60€ ενώ για πετρέλαιο δίνεις 1,40€! Διαφορά ολοφάνερη!
Αν τώρα, αντί για πέλετ (Αυστρίας) κάψεις καλαμπόκι (Θεσσαλίας) τότε το κόστος πέφτει ακόμα πιο δραματικά. Το καλαμπόκι κυμαίνεται, στο χρηματιστήριο δημητριακών, από 0,13€ έως 0,25€. Πέρσι βρισκόταν γύρω στο 0,20€. Αν θεωρήσουμε ότι έχει την ίδια θερμαντική ικανότητα με το πέλετ(μπορεί να έχει και περισσότερη λόγω του καλαμποκέλαιου) τότε το αντίστοιχο κόστος, σε κάθε λίτρο πετρελαίου, είναι μόλις 0,40€!
Δεν σας κρύβω τη φαντασίωσή μου: για να ισοφαρίσουμε 2.000 λίτρα πετρελαίου θέλουμε 4.000 κιλά καλαμπόκι. Κάθε στρέμμα αποδίδει, περίπου, 1.000 κιλά καλαμπόκι. Για να παραχθούν τα 4.000 κιλά καλαμπόκι χρειάζονται τέσσερα στρέμματα καλλιέργειας. Φαντασιώνομαι λοιπόν ότι, καλλιεργούμε τέσσερα στρέμματα καλαμπόκι για τη θέρμανση της χρονιάς, όπως καλλιεργούσαμε παλιά, μερικά στρέμματα στάρι, για το ψωμί της χρονιάς! Ή να αναθέτουμε σε κάποιον γεωργό να μας καλλιεργήσει το καλαμπόκι της χρονιάς, όπως παλιά αναθέταμε σε κάποιον κτηνοτρόφο να μας αναθρέψει το αρνάκι του Πάσχα. Καλά λόγια ακούω και για την καλλιέργεια αγριογκινάρας για την παραγωγή πέλετ. Εκεί η στρεμματική απόδοση φτάνει στα 1.600 κιλά. Δεν χρειάζεται νερό πολύ, δεν χρειάζεται λίπανση και η αρχική φύτευση διαρκεί κάποια χρόνια. Να ιδούμε...
Δεν μπορεί να μας συμφέρει να φέρνουμε καύσιμη ύλη από την Αυστρία και να μη μας συμφέρει να φτιάξουμε καύσιμη ύλη εδώ τριγύρω.
Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω, σε τρόπους αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας για την παροχή ζεστού νερού κλπ. Θα “πλατιάσω” πολύ. Άλλωστε το κύριο τώρα είναι ο χειμώνας που έρχεται. Αν τα βρίσκετε χρήσιμα όλα αυτά, θα πάμε και στα άλλα. Παραθέτω εδώ κάποια στοιχεία για την αντιστοιχία που υπάρχει στη θερμαντική ικανότητα των διαφόρων καυσίμων. Τη βρήκα στην ιστοσελίδα γνωστού καταστήματος εργαλείων και ειδών σπιτιού και κήπου.
1 λίτρο πετρελαίου = 1,3 λιτ. Υγραερίου = 3,2 κιλά ξύλου = 0,957 κυβικό μέτρο φυσικού αερίου = 2 κιλά πέλετ ή καλαμπόκι = 11,21 Kwh.
Οι τιμές των μονάδων είναι:
1 λίτρο πετρέλαιο:         1,40€
1 Kwh ηλεκτρικού:         0,14€
1 κιλό ξύλα:                  0,18€
1 κυβικό φυσικό αέριο:  0,86€
1 κιλό πέλετ Αυστρίας:  0,30€
πηγή: Aντίφωνο
1 κιλό καλαμπόκι:           0,20€

* Οι γιανναριστές και ο Γιανναράς να μη το διαβάσουν....ότι “δεν είναι γι' αυτούς να αναζητούνε το χρήσιμο”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου